χωρισμός

χωρισμός
χωρισμός, οῦ, ὁ (χωρίζω; Aristot. et al.; Diod S 2, 60, 1; in pap freq. of divorce [s. Preis. s.v.]; LXX) division (Tat. 13, 2 [soul fr. spirit]; Ath., R. 16 p. 67, 31 χ. ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος [so Pla., Phd. 67d, of death]; Hierocles, 24, p. 472 ὁ ἀπὸ θεοῦ χ.) of the situation in the early church οὐκ ἦν χ. αὐτοῖς there was no division among them Ac 4:32 v.l.—DELG s.v. χώρα. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωρισμός — renewed execution masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμός — ο, ΝΜΑ [χωρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρίζω, αποχωρισμός, απόσπαση νεοελλ. 1. ξεχώρισμα, διαχωρισμός, διαλογή, επιλογή, ξεδιάλεγμα («ο χωρισμός τών βιβλίων») 2. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά 3. λύση εμπορικής συνεργασίας ή συνεταιρισμού …   Dictionary of Greek

  • χωρισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χωρίζω, η απομάκρυνση, ο αποχωρισμός: Δεν τον αντέχω το χωρισμό από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. 2. διαχωρισμός, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα, προτίμηση. 3. διαζύγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρισμοῖς — χωρισμός renewed execution masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμοί — χωρισμός renewed execution masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμοῦ — χωρισμός renewed execution masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμούς — χωρισμός renewed execution masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμῶν — χωρισμός renewed execution masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμῷ — χωρισμός renewed execution masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρισμόν — χωρισμός renewed execution masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”